- ψευδορκίας
- ψευδορκίᾱς , ψευδορκίαperjuryfem acc plψευδορκίᾱς , ψευδορκίαperjuryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
Παλική — Πόλη στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Σικελίας, κοντά στη λίμνη Παλικοί, που ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία των δίδυμων θεών Παλικών. Η πόλη ιδρύθηκε το 453 π.Χ. από τον αρχηγό των ιθαγενών Σικελών, Δουκέτιο, που την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο… … Dictionary of Greek